υπεξαίρεση

υπεξαίρεση
(Νομ.). Η ιδιοποίηση ξένου κινητού πράγματος από μέρους προσώπου, στην κατοχή του οποίου βρίσκεται για οποιοδήποτε λόγο. Με το πράγμα εξομοιώνεται και το τίμημα πράγματος, που ο κύριός του έχει εμπιστευτεί για πώληση, καθώς και το πράγμα που αποκτήθηκε από την πώληση άλλου κινητού από την πλευρά κατόχου, π.χ. η χρησιμοποίηση των κεφαλαίων μιας εταιρείας από τον διαχειριστή της για δικούς του κερδοσκοπικούς σκοπούς. Οπωσδήποτε, το πράγμα (ή το τίμημα) πρέπει να ανήκει στην ιδιοκτησία ενός οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου (συνεπώς δεν υπάρχει υ. αδέσποτου), πρέπει να υπάρχει και δόλια προαίρεση, δηλαδή πρόθεση ιδιοποίησης πράγματος, που ο δράστης ξέρει ότι είναι ξένο αλλά το χρησιμοποιεί σαν δικό του. Η απλή καθυστέρηση απόδοσης του πράγματος δεν αποτελεί υ. Το αδίκημα αυτό τιμωρείται με φυλάκιση, ανάλογα με την αξία του πράγματος· αν όμως η πράξη αποτελεί κατάχρηση εμπιστοσύνης (υ. από επίτροπο ή κηδεμόνα κλπ.), τιμωρείται με κάθειρξη. Όταν η υ. γίνεται μεταξύ συγγενών ή ορισμένων άλλων προσώπων ονομάζεται υφαίρεση.
* * *
η / ὑπεξαίρεσις, -έσεως, ΝΑ [ὑπεξαιρῶ]
νεοελλ.
1. οικειοποίηση, κλοπή ξένου πράγματος από πρόσωπο στο οποίο έχει ανατεθεί η φύλαξή του
2. (ποιν. δίκ.) παράνομη ιδιοποίηση ξένου κινητού πράγματος από τον, με οποιοδήποτε τρόπο και για οποιονδήποτε λόγο, κάτοχό του
αρχ.
1. κρυφή ή βαθμιαία λήψη ή αφαίρεση («ἡ δὲ τοῡ ἀλγοῡντος ὑπεξαίρεσις... δοκεῑ αὐτοῑς μὴ εἶναι ἡδονή», Διογ. Λαέρ.)
2. (ρητ.) η πρόταξη ενός πράγματος ως εξαιρετικού και ιδιαίτερου
3. αναίρεση, ανασκευή
4. μαθ. αφαίρεση
6. φρ. α) «μεθ' ὑπεξαιρέσεως» — με κάποια εξαίρεση (Μάρκ. Αυρ.)
β) «καθ' ὑπεξαίρεσιν» — βαθμιαία και λίγο λίγο (Σέξτ. Εμπ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υπεξαίρεση — η η παράνομη ιδιοποίηση ξένου κινητού πράγματος από πρόσωπο που του εμπιστεύτηκαν να το φυλάγει: Ο φύλακας του μουσείου κατηγορείται για υπεξαίρεση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιδιώνυμο αδίκημα — Αδίκημα που στοιχειοθετείται ως ιδιαίτερη μορφή ενός άλλου αδικήματος. Για παράδειγμα, το ι.α. της επιταγής αποτελεί ιδιαίτερη μορφή του εγκλήματος της απάτης· αντίστοιχα, η υφαίρεση είναι υπεξαίρεση μεταξύ συγγενών. Ο χαρακτηρισμός ι.α.… …   Dictionary of Greek

  • υφαίρεση — η 1. υφαρπαγή, υπεξαίρεση, υποκλοπή, σούφρωμα. 2. αφαίρεση (βλ. λ.). 3. (γραμμ.), η αποβολή φθόγγου στη μέση λέξης, η συγκοπή, π.χ. περιβόλι περβόλι, πέρυσι πέρσι, σκόροδο σκόρδο. 4. (μαθ.), αριθμητική πράξη για την εύρεση του τόκου που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έγκληση — Η έκφραση της θέλησης για την εκδίωξη μιας αξιόποινης πράξης. Για τον σκοπό αυτό γίνεται προσφυγή στην αρμόδια δημόσια αρχή (αστυνομία, εισαγγελέα) από τον παθόντα. Υπάρχουν αξιόποινες πράξεις οι οποίες προσβάλλουν τα συγκεκριμένα άτομα,… …   Dictionary of Greek

  • αδίκημα — Πράξη ή παράλειψη αντίθετη με τους νομικούς κανόνες, που έχει ως αποτέλεσμα τη βλάβη ή την προσβολή ενός δημόσιου ή ιδιωτικού αγαθού (ζωή, τιμή, περιουσία κλπ. ατόμων, ακεραιότητα, παραβίαση μυστικών κλπ. της χώρας, ασφάλεια του κρατούντος… …   Dictionary of Greek

  • αφαίρεση — Η αποχώρηση ενός μέρους από το σύνολο, η απόσπαση, η εξαγωγή. Η α. είναι επίσης και μέθοδος επιστημονικής έρευνας, που απλοποιεί το φαινόμενο που ερευνά. Αφαιρεί δηλαδή ότι δεν είναι ουσιαστικό από τα χαρακτηριστικά του, προσδίδοντάς του έτσι μια …   Dictionary of Greek

  • βούτηγμα — και βούτημα, το [βουτώ] 1. καταβύθιση, εμβάπτιση 2. συνεκδ. το εμβαπτιζόμενο στο ρόφημα κουλούρι, μπισκότο κ.λπ. 3. βουτιά, μακροβούτι 4. φρ. «το βούτημα του ήλιου» η δύση 5. βίαιη αρπαγή κάποιου πράγματος 6. δόλια υπεξαίρεση, κλοπή 7. ξαφνικό… …   Dictionary of Greek

  • εναπόχρησις — ἐναπόχρησις, η (Α) κατάχρηση, σφετερισμός, υπεξαίρεση …   Dictionary of Greek

  • ζούλα — η 1. κατσίκα, προβατίνα 2. κλοπή, κλεψιά, υπεξαίρεση («έχει τρελάνει το αφεντικό του στη ζούλα») 3. μυστικότητα 4. κρυψώνας, κρύπτη 5. φρ. «στη ζούλα» μυστικά, κρυφά, κλεφτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη δεύτερη σημασία, υποχωρητικό παράγ. τού ρ. ζουλώ*] …   Dictionary of Greek

  • ιδιοκτησία — Όρος που αναφέρεται στην κυριότητα, το απόλυτο δικαίωμα στη χρήση και εκμετάλλευση ενός πράγματος. Η καταγωγή της έννοιας της ι. ανάγεται στην προϊστορική εποχή. Ως πηγή της πιθανολογείται η ενέργεια του ενστίκτου της άμυνας. Οι έρευνες των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”